- σταθμίδιον
- σταθμ-ίδιον, τό, prob.A a small box, Musa ap.Gal.12.956.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμίδιον — τὸ, Α [σταθμός] μικρό κιβώτιο, κουτάκι … Dictionary of Greek
σταθμιδίῳ — σταθμίδιον a small box neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)